μαρκαδόρος

μαρκαδόρος
ο
1. υπάλληλος εστιατορίου ή χαρτοπαικτικής λέσχης που διαχειρίζεται τις μάρκες
2. είδος στυλογράφου διαρκείας με υγρό μελάνι διαφόρων χρωμάτων, που γράφει σε κάθε επιφάνεια
3. στροφόμετρο, αυτόματο μηχάνημα για την καταμέτρηση στροφών
4. ναυτ. φωτοσημαντήρας για ένδειξη εισόδου διαύλου ή άλλου σημείου χρήσιμου στους ναυτιλλομένους
5. ναυτ. όργανο που παρέχει ενδείξεις για τη διεύθυνση την οποία έχει η πλώρη τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. marcador].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαρκαδόρος — ο 1. ειδικό μολύβι μελάνης με χοντρή μύτη. 2. ειδικό όργανο με το οποίο τυπώνουν μάρκες πάνω σε διάφορα αντικείμενα. 3. υπάλληλος καταστήματος, καφενείου, χαρτοπαιχτικής λέσχης κτλ. που διαχειρίζεται τις μάρκες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”